προσθετέος

προσθετέος
-α, -ο, Ν [προστίθημι]
μαθ. α) αυτός που πρέπει να προστεθεί
β) το αρσ. ως ουσ. ο προσθετέος
ο αριθμός που πρέπει να προστεθεί σε άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσθετέος — α, ο αυτός που πρέπει να προστεθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσθετέον — one must add masc acc sg προσθετέον one must add neut nom/voc/acc sg προσθετέος masc/fem acc sg προσθετέος neut nom/voc/acc sg προσθετέω pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) προσθετέω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • προσθετέα — προσθετέον one must add neut nom/voc/acc pl προσθετέᾱ , προσθετέον one must add fem nom/voc/acc dual προσθετέᾱ , προσθετέον one must add fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προσθετέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθετέων — πρόσθετος put to masc/fem gen pl (epic ionic) προσθέτης accelerating masc gen pl (epic ionic) προσθετέον one must add masc/neut gen pl προσθετέος masc/fem/neut gen pl προσθετέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”